λιβανωτός

λιβανωτός
ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ)
η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ' ἂν θύσαιμ'...οὐδ' ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» — κολακεύω κάποιον, λιβανίζω
μσν.
φρ. «μάννα λιβανωτοῡ» — λιβάνι τριμμένο σε σκόνη, λιβανομάννα*
αρχ.
1. το δένδρο λίβανος, που παράγει το λιβάνι
2. τόπος όπου πωλούνταν το λιβάνι
3. θυμιατήρι, λιβανιστήρι («ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῡ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῡν», ΚΔ)
4. φρ. α) «χόνδροι λιβανωτοῡ» — μικρά κομμάτια λιβανιού
β) «λιβανωτὸς ἄρρην» — το καλύτερο είδος λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος. Κατ' άλλους, η λ. έχει φοινικ. προέλευση (β. λ. λίβανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιβανωτός — frankincense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτοῖς — λιβανωτός frankincense masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτοί — λιβανωτός frankincense masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτοῦ — λιβανωτός frankincense masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτούς — λιβανωτός frankincense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτέ — λιβανωτός frankincense masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτῶν — λιβανωτός frankincense masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτῷ — λιβανωτός frankincense masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτόν — λιβανωτός frankincense masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”